- καπνηλός
- καπν-ηλός, όν,A smoky,
ὀδμή Nic.Th.54
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὀδμή Nic.Th.54
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καπνηλός — καπνηλός, όν (Α) αυτός που έχει οσμή ή γεύση καπνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + επίθημα ηλός (πρβλ. σιγ ηλός, τρυφ ηλός] … Dictionary of Greek
καπνηλόν — καπνηλός smoky masc/fem acc sg καπνηλός smoky neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί … Dictionary of Greek
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek